- ἀλειπτῷ
- ἀλειπτόςanointedmasc/fem/neut dat sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἀλείπτω — ἄλειπτος not left behind masc/fem/neut nom/voc/acc dual ἄλειπτος not left behind masc/fem/neut gen sg (doric aeolic) ἀλείπτης anointer masc gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλαλειπτώ — έω, Α (για αθλητή) μού αρέσει να αλείφομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + αλειπτῶ < ἀλείπτης «αυτός που αλείφει τους αθλητές με λάδι» (< ἀλείφω)] … Dictionary of Greek
χειραλειπτώ — έω, Α προετοιμάζομαι για πάλη αλείφοντας τα χέρια μου με λάδι. [ΕΤΥΜΟΛ. < χειρ(ο) * + αλειπτῶ < ἀλείπτης «αυτός που άλειφε τους αθλητές με λάδι, γυμναστής» (< ἀλείφω)] … Dictionary of Greek